- ἀκήρωτος
- ἀκήρωτοςunwaxedmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ακήρωτος — η, ο (Α ἀκήρωτος, ον) [κηρῶ] αυτός που δεν έχει αλειφθεί με κερί, ο ακέρωτος νεοελλ. (για νήματα και υφάσματα) αυτός που δεν έχει επαλειφθεί με κερί ή παραφίνη για να παραφιναριστεί, για να γίνει δηλαδή υδρόφοβος (αδιάβροχος) … Dictionary of Greek
ἀκήρωτον — ἀκήρωτος unwaxed masc/fem acc sg ἀκήρωτος unwaxed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκήρωτα — ἀκήρωτος unwaxed neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)